ὁπλοχελώνη

ὁπλοχελώνη
ὁπλο-χελώνη, ,
A hard-shelled tortoise, Tz.H.11.609.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οπλοχελώνη — ὁπλοχελώνη, ἡ (Μ) ισχυρή πολιορκητική μηχανή, χελώνη εξοπλισμένη με ισχυρό όστρακο …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”